- σελ(λ)οσκαλοχάλινα
- τα, Νη σέλλα, οι αναβατήρες και τα χαλινάρια τού αλόγου («τα σελλοσκαλοχάλινα θωρούσιν ένα ένα και πασπατεύγουν τ' άρματα», Ερωτόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σέλα + σκάλα + χαλινός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.